- ὑψηλόφρονας
- ὑψηλόφρωνhigh-mindedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψηλόφρονας — ο 1. αυτός που έχει υψηλά φρονήματα, γενναιόφρονας, μεγαλόψυχος. 2. περήφανος, αγέρωχος, αλαζόνας, ψηλομύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
высокомоудрьныи — (1*) пр. Высокомерный: егда же пакы супротивныи инѣмъ образомъ намысли(т) на тѩ высоко мѹдрены˫а помыслы влага˫а. (ὑψηλόφρονας) ЖВИ XIV–XV, 131г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υπέρφρων — ον, Α 1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.) 2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον γενναιοφροσύνη 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα πολύ υπερήφανα, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υψηλόφρων — ον / ὑψηλόφρων, ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. υψηλόφρονας Ν, και ὑψηλόφρονος, ον, Α αυτός που έχει υψηλά φρονήματα μσν. αρχ. υπερήφανος, αλαζόνας («ὑψηλόφρων μοι θυμὸς αἴρεται πρόσω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό… … Dictionary of Greek
υψηλοφροσύνη — η 1. το να είναι κανείς υψηλόφρονας (βλ. λ.), γενναιοφροσύνη, μεγαλοψυχία, ιπποτισμός. 2. αλαζονεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)